ασυννέφιαστος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για τον ουρανό) ανέφελος, αίθριος, καθαρός
2. αυτός που δεν αντιμετωπίζει προβλήματα ή στενοχώριες, νηφάλιος
3. (για τη ζωή) ευτυχισμένος, χαρούμενος.
-η, -ο
1. (για τον ουρανό) ανέφελος, αίθριος, καθαρός
2. αυτός που δεν αντιμετωπίζει προβλήματα ή στενοχώριες, νηφάλιος
3. (για τη ζωή) ευτυχισμένος, χαρούμενος.