αστέρι

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

το (Μ ἀστέριον)
φωτεινό ουράνιο σώμα
νεοελλ.
1. ο αυγερινός
2. «τ' αστέρι του βοριά» — ο πολικός αστέρας
3. έξοχος, ο καλύτερος απ' όλους («αστέρι μέσ' στη γειτονιά»)
4. διακριτικό του βαθμού των αξιωματικών προσαρμοσμένο στην επωμίδα
5. ονομασία παιδικού παιχνιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άστρο].