πολικός

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πόλους της γήινης σφαίρας ή ο σχετικός με τους πόλους
2. ο σχετικός με τους πόλους μαγνήτη ή ηλεκτρικής στήλης
3. όρος που χρησιμοποιείται στη φυσικοχημεία για να χαρακτηρίσει τα μόρια τα οποία δρουν εξ αποστάσεως ως ηλεκτρικά δίπολα καθώς και τις ουσίες στις οποίες περιέχονται αυτά
4. φρ. α) «πολικές περιοχές» — περιοχές κοντά στους πόλους της Γης, όπου οι θερμοκρασίες είναι μικρότερες από 10° καθ' όλη τη διάρκεια του έτους
β) «πολική αέρια μάζα» — εκτεταμένη μάζα αέρα που απαντά πάνω από την ξηρά ή τη θάλασσα στις περιοχές του βόρειου ή του νότιου πόλου
γ) «πολική απόσταση» — η γωνιώδης απόσταση ενός αστέρα από τον βόρειο πόλο της ουράνιας σφαίρας η οποία μετρείται πάνω στον ωριαίο κύκλο από 0-180°
δ) «πολική αρκούδα» — κοινή ονομασία του είδους Ursus maritimus
ε) «πολική ημέρα» — το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της εαρινής και της φθινοπωρινής ισημερίας για τον βόρειο πόλο και μεταξύ της φθινοπωρινής και της εαρινής ισημερίας για τον νότιο πόλο, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Ήλιος παραμένει συνεχώς πάνω από τον ορίζοντα για έναν παρατηρητή τοποθετημένο στον αντίστοιχο πόλο
στ) «πολική μαγνητική υποκαταιγίδα» — μικρής διάρκειας γεωμαγνητικές μεταβολές που συνοδεύουν την εμφάνιση του σέλαος στις πολικές περιοχές
ζ) «πολική μετεωρολογία» — η μελέτη του καιρού και του κλίματος τών αρκτικών και ανταρκτικών περιοχών του πλανήτη μας
η) «πολική νύχτα» — το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της φθινοπωρινής και της εαρινής ισημερίας για τον βόρειο πόλο και μεταξύ της εαρινής και της φθινοπωρινής ισημερίας για τον νότιο πόλο και κατά τη διάρκεια του οποίου ο Ήλιος παραμένει συνεχώς κάτω από τον ορίζοντα για έναν παρατηρητή τοποθετημένο στον αντίστοιχο πόλο
θ) «δυτικοί άνεμοι πολικής νύχτας» — άνεμοι μουσωνικού τύπου που πνέουν στη στρατόσφαιρα
ι) «πολική προβολή» — προβολή της γήινης επιφάνειας πάνω σε έναν επίπεδο χάρτη, όπως αυτή φαίνεται από ένα σημείο που βρίσκεται πάνω από τον βόρειο ή τον νότιο πόλο
ια) «πολική ταλάντωση» — άλλη ονομασία του φαινομένου της μεταβολής τών πλατών
ιβ) «πολικό διάγραμμα» — η διαμέριση ενός κύκλου σε κυκλικούς τομείς, τα εμβαδά τών οποίων είναι ανάλογα τών συχνοτήτων τών κατηγοριών σε ένα διάγραμμα
ιγ) «πολικοί ανατολικοί άνεμοι» — άνεμοι που πνέουν προς τα δυτικά και προς την κατεύθυνση του ισημερινού ανάμεσα στις πολικές περιοχές και σε γεωγραφικά πλάτη 60° βόρεια ή νότια
ιδ) «πολικοί κύκλοι» — δύο μικροί κύκλοι παράλληλοι προς τον ισημερινό της Γης οι οποίοι βρίσκονται σε γωνιακή απόσταση 23°-27° περίπου από τους πόλους και διαχωρίζουν τις εύκρατες από τις πολικές ζώνες
ιε) «πολικό κλίμα» — το κλίμα τών περιοχών γύρω από τον βόρειο και τον νότιο πόλο
ιστ) «πολικό μέτωπο» — το διαχωριστικό όριο ανάμεσα στις αέριες μάζες πολικής και τροπικής προέλευσης
ιζ) «αεροχείμαρος πολικού μετώπου» — ρεύμα αέρα που παρατηρείται πάνω από το πολικό μέτωπο στις εύκρατες ζώνες και τών δύο ημισφαιρίων της Γης
ιη) «πολικός αντικυκλώνας» — σύστημα ανέμων συνυφασμένο με μια ζώνη βαρομετρικών πιέσεων η οποία αναπτύσσεται πάνω από τις βορειότερες περιοχές τών ηπείρων του βόρειου ημισφαιρίου κατά το ψυχρότερο ήμισυ του έτους
ιθ) «πολικός άξονας» — ο άξονας περιστροφής ενός ουράνιου σώματος, δηλ. η νοητή ευθεία που είναι κάθετη προς το επίπεδο του ισημερινού και συνδέει τους δύο πόλους του σώματος
κ) «πολικός αστέρας» — ο λαμπρότερος αστέρας που φαίνεται να βρίσκεται πλησιέστερα προς τον βόρειο ή τον νότιο πόλο της ουράνιας σφαίρας σε μια συγκεκριμένη εποχή
κα) «πολικό φως» — διαλείπον οπτικό φαινόμενο της ανώτερης ατμόσφαιρας που εμφανίζεται συνηθέστερα στις περιοχές τών μεγάλων γεωγραφικών πλατών
κβ. «πολικό σωμάτιο»
βιολ. ένα από τα τρία μικρότερα και ανίκανα για εξέλιξη αδελφά κύτταρα του ωαρίου, που παράγονται κατά τις δύο διαιρέσεις ωρίμασης του ωοκυττάρου στο πλαίσιο της ωογέννησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλος. Ο τ. πολικός (αστήρ, κύκλος, ωκεανός) μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].