ἀσυνεχής
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
ές,
A not continuous; of winds, variable, Thphr.Vent. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνεχής: -ές, ὁ μὴ συνεχής, ἐπὶ ἀνέμων, εὐμετάβολος, Θεοφρ. Ἀποσπ. 5. 11.
Greek Monolingual
(Α ἀσυνεχής, -ές)
ο μη συνεχής
αρχ.
(για άνεμο) ο μεταβλητός.