ασυδοσία

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303

Greek Monolingual

η
1. απαλλαγή από τη συνεισφορά, ατέλεια
2. απεριόριστη και ανεξέλεγκτη ελευθερία σε λόγους ή πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασύδοτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδαμάντιο Κοραή].