ασυδοσία

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246

Greek Monolingual

η
1. απαλλαγή από τη συνεισφορά, ατέλεια
2. απεριόριστη και ανεξέλεγκτη ελευθερία σε λόγους ή πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασύδοτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδαμάντιο Κοραή].