ασυδοσία
From LSJ
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
η
1. απαλλαγή από τη συνεισφορά, ατέλεια
2. απεριόριστη και ανεξέλεγκτη ελευθερία σε λόγους ή πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασύδοτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδαμάντιο Κοραή].