ατμοκίνητος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που κινείται με ατμό ή ατμομηχανή («ατμοκίνητη μηχανή», «ατμοκίνητο εργοστάσιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + κινητός < κινώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].