αυτονομία

Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM αὐτονομία) αυτόνομος
η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο, μια ομάδα, κοινότητα ή πολιτεία καθορίζει τους νόμους που τη διέπουν.