ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
ἀφύω (Α)γίνομαι λευκός.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αφυώδης, με υποχωρητικό σχηματισμό].