αχαρακτήριστος

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

και -χτήριστος, -η, -ο (AM ἀχαρακτήριστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σαφή χαρακτηριστικά
νεοελλ.
1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί, να του αποδοθούν σαφή χαρακτηριστικά
2. ακατονόμαστος, απρεπής, ελεεινός
3. αυτός στον οποίο δεν έχουν αποδώσει ειδικό χαρακτηρισμό οι αρχές ασφάλειας (σχετικά με πολιτικές, ιδεολογικές, κοινωνικές κ.ά. πεποιθήσεις).