Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
-ες (AM ἀχυρώδης, -ες)ο όμοιος με άχυρονεοελλ.γεμάτος από άχυρααρχ.-μσν.ασήμαντος.