ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
-ες (AM ἀχυρώδης, -ες)ο όμοιος με άχυρονεοελλ.γεμάτος από άχυρααρχ.-μσν.ασήμαντος.