αχυρώνας

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source

Greek Monolingual

και αχερώνας, ο (AM ἀχυρών)
1. αποθήκη για άχυρα
2. παροιμ. α) «δυο γαϊδάροι μάλωναν σε ξένο αχυρώνα» (για όσους μαλώνουν σε χώρο που δεν τους ανήκει ή για θέματα που αφορούν σε άλλους)
β) «στραβός βελόνα γύρευε στον αχυρώνα» (για όποιον προσπαθεί μάταια να βρει κάτι).