γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
(-άω)αντηχώ, αντιλαλώα) «αχολογάει η θάλασσα» β) «κι αχολογούν βελάσματα κι αχολογούν κουδούνια»).[ΕΤΥΜΟΛ. < αχός «ήχος, βοή» + -λογώ].