Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
Βακχεῑον, το (Α)1. ο ναός του Βάκχου2. η βακχική μανία3. πληθ. Βακχεῑα και Βάκχια, τατα βακχικά όργια.