ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
[Seite 452] τό, die Grube, Eustath.
βόθρευμα: τό, βόθρος, ὄρυγμα, Μανασσ. Χρον. 1673.
-ματος, τό hoyo, fosa, Poliorc.212.4.
βόθρευμα, το (Μ) βοθρεύωβόθρος, όρυγμα.