βοηδρόμος

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

German (Pape)

[Seite 451] = βοηδρόμιος, Eur. Phoen. 1441 Or. 1290; Damaget. 6 (VII, 231).

Greek (Liddell-Scott)

βοηδρόμος: -ον, (πρβλ. βοηθόος) παρέχων βοήθειαν, βοηθός, ἐπίκουρος, Εὐρ. Φοιν. 1432 · β. ποδὶ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1290 · ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλ. 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui accourt à l’aide ; secourable.
Étymologie: βοή, δραμεῖν.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): dór. βοα- AP 7.231 (Damagetus), Zonar.123.25C., Sud.
auxiliador, que corre en ayuda ὁρμήσας ποδὶ βοηδρόμῳ E.Or.1290, ὁ β. ... Ἀρισταγόρας AP l.c., en posición pred. β. πάρειμι E.Ph.1432, μῶν βοηδρόμους ὁρᾷς; E.El.963.

Greek Monolingual

ο
βλ. βοηδρόμιος.