γαγγῆτις

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

German (Pape)

[Seite 469] πέτρα, = γαγάτης, Sp. S. N. pr.

Greek Monolingual

και γαγγίτις, η (Α)
αυτή που προέρχεται από τον Γάγγη («γαγγῆτις λίθος» — ο γαγάτης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Γάγγης, με πιθανή επίδραση της λ. γαγάτης, που οφείλεται σε παρετυμολογία].