γειτόνεμα

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

Greek Monolingual

το (AM γειτόνευμα και γειτόνημα) γειτονώ
1. η γειτνίαση, το να κατοικεί ή να βρίσκεται κάποιος κοντά σε κάποιον άλλον
2. οι γείτονες (φρ., «κακό το γειτόνεμα, πούλα το σπίτι σου»).