γεϊκός
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ή, όν,
A of land, γ. πόδες, in land-surveying, Hero *Geom.23.67,al.
Greek (Liddell-Scott)
γεϊκός: -ή, -όν, ἐκ τῆς γῆς, γήϊνος, τῆς ξηρᾶς, γ. πόδες, ἐπὶ καταμετρήσεων τῆς ξηρᾶς, Ἥρων Scriptt. Metr. σ. 186, Hultsch.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): dór. γαϊκός IG 92(1).3 B.2 (Termo III a.C.)
de tierra, del terreno κρίμα IG l.c., γεϊκοὶ πόδες como medida de longitud, Hero Geom.23.67.