γενναιοπρεπῶς
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
German (Pape)
[Seite 483] wie es einem Edlen ziemt, Ar. Pax 988.
French (Bailly abrégé)
adv.
comme il convient à un être bien né.
Étymologie: γενναῖος, πρέπω.
Spanish (DGE)
adv. con toda nobleza, sin falsos reparos ἀπόφηνον ὅλην σαυτὴν γ. τοῖσιν ἐρασταῖς Ar.Pax 988.
Greek Monolingual
γενναιοπρεπῶς επίρρ. (Α)
όπως αρμόζει στους γενναίους, γενναία.