μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
και γενωμένος, -η, -ο
1. τελειωμένος
2. ώριμος (για καρπούς), φτασμένος σε πλήρη ανάπτυξη (για το σώμα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γίνω, υποτ. του αορ. έγινα του ρ. γίνομαι.