γίδα

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

η
η κατσίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό του γίδι.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. γίδινοςγιδινός)
νεοελλ.
γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και -γραίκι και -γρεκο και -γρέκι), γιδόδρομος, γιδόζευλα, γιδοκοπή (και -κόπι, γιδομάντρι, γιδοπρόβατα, γιδόστρατα, γιδότοπος (και -τόπι), στερφόγιδα].