γίδα
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
η
η κατσίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό του γίδι.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός)
νεοελλ.
γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και -γραίκι και -γρεκο και -γρέκι), γιδόδρομος, γιδόζευλα, γιδοκοπή (και -κόπι, γιδομάντρι, γιδοπρόβατα, γιδόστρατα, γιδότοπος (και -τόπι), στερφόγιδα].