γλαύσσω
English (LSJ)
A shine, glitter, Hsch.: aor. imper. γλαῦξον EM234.15. (Denom fr. γλαυκός, cf. δια-γλαύσσω.)
Greek (Liddell-Scott)
γλαύσσω: λάμπω, ἀπαστράπτω, Ἡσύχ.· ἀόρ. γλαῦξον Ἐτυμ. Μ. 234. 15· πρβλ. διαγλαύσσω. (Ἴδε ἐν λ. γλαυκός).
French (Bailly abrégé)
briller.
Étymologie: γλαυκός.
Spanish (DGE)
1 brillar, resplandecer Sch.A.R.1.1280, Hdn.Gr.1.447, Hsch., EM 234.14, 15G.
2 mirar fijamente ταὐτὰ τὸ γλαύσσειν καὶ τὸ ἀθρεῖν Eust.86.43, cf. 87.22.
Greek Monolingual
γλαύσσω (Α)
λάμπω, αστράφτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός (πρβλ. λευκός, λεύσσω).