γκρινιάζω
From LSJ
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
Greek Monolingual
και γρινιάζω (Μ γρυννίζω) γκρίνια
1. παραπονούμαι συνεχώς, μεμψιμοιρώ
2. μουρμουρίζω
3. ενοχλώ κάποιον με τα παράπονα μου
4. (για μωρά) κλαψουρίζω.