γκρινιάζω

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61

Greek Monolingual

και γρινιάζω (Μ γρυννίζω) γκρίνια
1. παραπονούμαι συνεχώς, μεμψιμοιρώ
2. μουρμουρίζω
3. ενοχλώ κάποιον με τα παράπονα μου
4. (για μωρά) κλαψουρίζω.