γλάστρα
From LSJ
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
η
πήλινο συνήθως δοχείο για το φύτεμα καλλωπιστικών φυτών (φρ., «για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. γάστρα > γράστα (με μετάθεση του -ρ-) > γράστρα (με συμφυρμό) > γλάστρα (με ανομοίωση)].