ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
-ή, -ό1. ο σχετικός με τη γεωθερμία2. το θηλ. ως ουσ. η γεωθερμικήη γεωθερμία.