γλωσσοπρόφερτος

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός τον οποίο μπορεί να προφέρει η γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + προφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Γεώργιο Δούκα («γλωσσοπρόφερτα σύμφωνα»)].