γλωσσοπρόφερτος

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός τον οποίο μπορεί να προφέρει η γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + προφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Γεώργιο Δούκα («γλωσσοπρόφερτα σύμφωνα»)].