γράπις

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γράπις Medium diacritics: γράπις Low diacritics: γράπις Capitals: ΓΡΑΠΙΣ
Transliteration A: grápis Transliteration B: grapis Transliteration C: grapis Beta Code: gra/pis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A cast slough of serpents, etc., Hsch.    2 wrinkled, S.Ichn.177, EM239.31.    3 kind of bird, Hsch.

Greek Monolingual

γράπις (-ιδος), η (Α)
1. το δέρμα φιδιών και εντόμων που έχει απορριφθεί
2. (για πρόσωπο) γεμάτος ρυτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τύπος, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι, αν ληφθεί ως αφετηρία η έννοια της ρυτίδας, πρόκειται για υποκοριστικό τ. του γράπτης. Η σύνδεση με τα γραυς, γήρας δεν αποτελεί άποψη ευρύτερα αποδεκτή].