γονατάγρα

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

η
ουρική αρθρίτιδα εντοπισμένη στο γόνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνατο + -αγρα (πρβλ. αγκωνάγρα, ποδάγρα, χειράγρα)].