γυάλισμα
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
Greek Monolingual
το γυαλίζω
1. στίλβωση, λουστράρισμα
2. στιλπνότητα.
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
το γυαλίζω
1. στίλβωση, λουστράρισμα
2. στιλπνότητα.