γυάλισμα
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Greek Monolingual
το γυαλίζω
1. στίλβωση, λουστράρισμα
2. στιλπνότητα.
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
το γυαλίζω
1. στίλβωση, λουστράρισμα
2. στιλπνότητα.