δαδούχος

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek Monolingual

ο (Α δᾳδοῡχος)
1. αυτός που κρατά δάδα, ο λαμπαδηφόρος
2. εκείνος που φωτίζει, καθοδηγεί τους άλλους («δᾳδοῡχοι τῆς σοφίας»)
αρχ.
1. ιερατικό αξίωμα τών Ελευσίνιων Μυστηρίων
2. ως επίθ. (για τον ήλιο) φωτοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δας (δαδός) + -ούχος < έχω].