δαιμονόπλοκος
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
δαιμονόπλοκος, -ον (Μ)
πλεγμένος ή υφασμένος από τον δαίμονα («δαιμονόπλοκος... αἵρεσις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -πλοκος < πλέκω.