δαιμονόπλοκος

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

δαιμονόπλοκος, -ον (Μ)
πλεγμένος ή υφασμένος από τον δαίμονα («δαιμονόπλοκος... αἵρεσις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -πλοκος < πλέκω.