γυψώνω

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

(AM γυψῶ, -όω) γύψος
επαλείφω με γύψο
νεοελλ.
1. (για κρασί) ρίχνω γύψο στο κρασί για να μην είναι θολό αλλά διαυγές
2. επιδένω με γύψινο επίδεσμο μέλος του σώματος που έχει υποστεί κάταγμα ή εξάρθρωση, για να διατηρηθεί ακίνητο
3. (για το έδαφος) ρίχνω γύψο στο έδαφος για την καλύτερη ανάπτυξη τών φυτών
αρχ.
τρίβω με κιμωλία.