ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra
-ή, -ό δάφνη1. (για στεφάνι) δάφνινος2. φρ. «δαφνικό οξύ» — κύριο συστατικό του δαφνέλαιου, χρήσιμο στην αρωματοποιία.