δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
(AM δαψιλεύομαι)
παρέχω, χορηγώ άφθονα
αρχ.-μσν.
παθ. σπαταλιέμαι
αρχ.
1. έχω πληθώρα ή αφθονία («ἀγέλαις ἐλεφάντων ἡ Λιβύη δαψιλεύεται»)
2. αδημονώ, είμαι ανήσυχος για κάποιον («ἐδαψιλεύσατο δι' ὑμᾱς).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαψιλής ή δαψιλός].