ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
(Μ δειλοσκοπῶ, -έω) (μέσ. δειλοσκοπούμαι)δειλιάζω, ταλαντεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < δειλο- (βλ. δειλός) + σκοπώ].