ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(Μ δειλοσκοπῶ, -έω) (μέσ. δειλοσκοπούμαι)δειλιάζω, ταλαντεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < δειλο- (βλ. δειλός) + σκοπώ].