ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
(μέσο) δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῡμαι)Ι. δεινολογώνεοελλ.περιγράφω κάτι δυσάρεστο με υπερβολικό τρόποII. δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῡμαι)μιλάω συνεχώς για τα δεινά μου, μεμψιμοιρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -λογούμαι < λόγος.