δένδρειος
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
α, ον,
A = δενδρικός, prob. in Str.15.1.60, cf. Nonn.D. 12.57.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): fem. -είη Nonn.D.12.57
arbóreo ἐσθῆτος φλοιῶν δενδρείων de una vestimenta de cortezas de árbol Str.15.1.60
•fig. δενδρείη ... λοχείη del pino, Nonn.l.c.
Greek Monolingual
δένδρειος, -α, -ον (Α) δένδρον
αυτός που ανήκει σε δένδρο ή προέρχεται απ' αυτό.