Δεκέμβριος

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): Δεκέμπερ PFay.135 ue. (IV d.C.); Δεκάβριος SB 9529.3 (VI/VII d.C.)
lat. Decembrius, December, del mes de diciembre décimo mes del año, decembrino πρὸ εἰδῶν Δεκεμβρίων antes de los idus de diciembre D.H.6.89, cf. I.AI 14.145, Plu.2.287a, PHerm.Rees 18.2 (IV d.C.), A.Pass.Andr.15 (p.37.8), πρὸ τῶν Δεκεμβρίων καλανδῶν Iul.Ep.112.376a, cf. IG 5(1).1359.3 (Mesenia I d.C.), 7.2713.4 (I d.C.)
ὁ Δ. μήν o subst. ὁ Δ. el mes de diciembre, diciembre D.H.8.55, Plu.2.268a, 272d, D.C.54.21.5, SEG 25.346 (Corinto IV/V d.C.).

Greek Monolingual

και Δεκέμβρης, ο (Α δεκέμβριος, -α, -ον; Μ Δεκέμβριος, ο)
ο δωδέκατος μήνας του έτους
αρχ.
επίθ. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Δεκέμβριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. December (< decem «δέκα» + -ber) «ο δέκατος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου»].