δεκάωρος

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Spanish (DGE)

-ον
que tiene diez horas σκιά de la noche, Mac.Magn.Apocr.4.11.

Greek Monolingual

-η, -ο
1. όποιος έχει διάρκεια δέκα ωρών
2. το ουδ. ως ουσ. χρονικό διάστημα δέκα ωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].