δεκάωρος

From LSJ

Spanish (DGE)

-ον
que tiene diez horas σκιά de la noche, Mac.Magn.Apocr.4.11.

Greek Monolingual

-η, -ο
1. όποιος έχει διάρκεια δέκα ωρών
2. το ουδ. ως ουσ. χρονικό διάστημα δέκα ωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].