δεκάλογος

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάλογος Medium diacritics: δεκάλογος Low diacritics: δεκάλογος Capitals: ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ
Transliteration A: dekálogos Transliteration B: dekalogos Transliteration C: dekalogos Beta Code: deka/logos

English (LSJ)

ου, ἡ,

   A Decalogue, Jul.Gal.152b.

German (Pape)

[Seite 542] ὁ, die zehn Gebote, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάλογος: ὁ, αἱ δέκα ἐντολαὶ τοῦ Θεοῦ, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
1 el decálogo de Moisés, los diez mandamientos Clem.Al.Paed.3.12.89, Strom.6.16.133, Ptol.Gnost.Ep.5.3, Origenes Fr.62 in Ier.39.17, Iul.Gal.152b, Const.App.2.26.2, Cassiod.in Psalm.14.5.
2 como adj. del decálogo σάλπιγξ Ast.Soph.Hom.23.15.

Greek Monolingual

ο (AM δεκάλογος)
ο κατάλογος τών δέκα εντολών που δόθηκαν από τον θεό στον Μωυσή
νεοελλ.
κανόνας με δέκα βασικές εντολές, διατάξεις ή συμβουλές («ο δεκάλογος της υγείας»).