δενδροτομώ
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(AM δενδροτομῶ, -έω) δενδροτόμος
κόβω δένδρα
αρχ.
1. ερημώνω μια περιοχή κόβοντας τα δένδρα της (κυρίως τα καρποφόρα)
2. φρ. «δενδροτομῶ νῶτον» — ξυλοκοπώ, δέρνω.