Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
(AM δενδροτομῶ, -έω) δενδροτόμος
κόβω δένδρα
αρχ.
1. ερημώνω μια περιοχή κόβοντας τα δένδρα της (κυρίως τα καρποφόρα)
2. φρ. «δενδροτομῶ νῶτον» — ξυλοκοπώ, δέρνω.