διακόρευση
From LSJ
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
Greek Monolingual
η (Α διακόρευσις και διακόρησις) διακορεύω
η ρήξη του παρθενικού υμένα, το ξεπαρθένεμα.