διακοσιαπλάσιος
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek Monolingual
-α, -ο (AM διακοσιαπλάσιος, -ία, -ιον)
αυτός που είναι διακόσιες φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διακόσιοι + -πλασιος].