διάστιχο
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek Monolingual
το (Μ διάστιχον)
1. το διάστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο στίχους εντύπου ή χειρογράφου
2. (τυπογρ.) λεπτή μεταλλική ή ξύλινη πλάκα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία ανάμεσα σε δύο στίχους για να μεγαλώσει το μεταξύ τους διάστημα
μσν.
(για ναό) το διάστημα ανάμεσα σε δύο κολώνες («τὰ στήθη ἀργυρᾱ ὁμοίως καὶ τὰ βηλόθυρα καὶ τὰ διάστιχα»).